αληθολόγος

αληθολόγος
-ον αυτός που λέει την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αληθής + -λογος < λέγω
ΠΑΡ. νεοελλ. αληθολογία, αληθολογώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • αληθολογία — η 1. αληθινός λόγος 2. διδασκαλία επάνω στο θέμα τής αλήθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αληθολόγος. ΠΑΡ νεοελλ. αληθολογικός] …   Dictionary of Greek

  • αληθολογώ — λέω την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αληθολόγος. ΠΑΡ. νεοελλ. αληθολόγημα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”